- αστικός
- bourgeois
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀστικός — of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστικός — ή, ό (AM ἀστικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη αρχ. 1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης 2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος 3. ως ουσ. ο αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστ υ… … Dictionary of Greek
αστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει στο άστυ ή ζει σ αυτό (αντίθ. αγροτικός): Ο αστικός πληθυσμός της χώρας μας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και ο αγροτικός μειώθηκε. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αστούς ως κοινωνική τάξη: Η αστική τάξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστικά — ἀστικός of a city neut nom/voc/acc pl ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc/acc dual ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
ἀστικῶν — ἀστικός of a city fem gen pl ἀστικός of a city masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστικόν — ἀστικός of a city masc acc sg ἀστικός of a city neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… … Dictionary of Greek
ἀστικαῖς — ἀστικός of a city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστικαί — ἀστικός of a city fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστικοῖς — ἀστικός of a city masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)